ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

τόπος απόλυτος

μέρος της όλης έκτασης του παντός στο οποίο βρίσκεται το σώμα. Αυτός ισούται με την έκταση του σώματος. Οι τόποι δύο ισοβαρών και ετεροειδών σωμάτων είναι άνισοι. Ο τόπος του σώματος με το μικρό­τερο ειδικό βάρος είναι μεγαλύτερος από τον τόπο του σώματος με το μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Ο απόλυτος τόπος ταυτίζεται επομένως με τον όγκο ενός σώματος.

87-90