ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

Λουγδουνική λάγηνος

γυάλινο αγείο, εσωτερικά και εξωτερικά κασσιτερωμένο —πλην λίγων δακτύλων κάτω από το χείλος— με με-ταλικά φύλα, στο οποίο βρίσκεται ηλεκτραγωγό σώμα —όπως υδράργυρος, ρι­νίσματα σιδήρου ή άλο μέταλο— που έχει το αυτό ύψος με το κασσιττέρωμα. Το στόμιό του είναι ασφαλισμένο με ξηρό επιστόμιο φελού, πλήρως προσαρμοσμένο και καλυμμένο με κερί. Στον φελό υπάρχει τρύπα μέσω της οποίας διέρχεται δυ­νατή μεταλική ράβδος, γυρισμένη προς τα κάτω, η οποία αγίζει εσωτερικά το κασσιτέρωμα στα περισσότερα μέρη του. Αυτή εξέχει περίπου 8 δακτύλους πάνω από τη λάγηνο και έχει στο πάνω άκρο της σφαιρίδιο που κρατείται στον αγωγό της ηλεκτρικής μηχανής. Ονομάστηκε έτσι από το Λουγδούνο, πόλη της Ολαν-δίας, όπου ο Μουσχεμβροέκιος έκανε πολά πειράματα και τελειοποίησε την φιάλη που πρώτος ο Κλείστιος εφηύρε.

206-207