ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

κηλίδαι ηλίου

μαύρα και ανώμαλα μέρη που από καιρού εις και­ρόν παρατηρούνται στον δίσκο του ηλίου και τα οποία φαίνονται ότι γυρίζουν ομο-ειδώς σε 27 ημέρες και 1/3 περί τον ήλιον. Ο Γαλιλαίος αναφέρει ότι βρήκε αυτές τις κηλίδες από την αρχή του 1611. Ο Ιωάννης Φαβρίκιος τις παρατήρησε επίσης στο Βίτεμπεργ και δημοσίευσε την είδηση τον Ιούλιο του 1611. Τέλος ο Ζαχ είδε στα χειρόγραφα του Αρριότ παρατηρήσεις που ανάγονται στις 29 Νοεμβρίου του 1610. Μερικές φορές τις κηλίδες αυτές περικυκλώνουν μέρη λιγότερο φωτεινά και λαμπρά, σκιές ή σύννεφα, ατμόσφαιρες υπόλευκες που περιτριγυρίζουν τις κηλίδες, φωτεινοί ατμοί που παρατηρούνται στα πέρατα του ηλίου ακόμη και σε μέρη όπου υπήρχαν κηλίδες. Οι Σχάιερ και Εβέλιος τα ονόμασαν δαδία. Αυτά τα σύννεφα φωτός χρειάζονται ενίοτε 24 ώρες για να μπουν στον ήλιο και φαίνονται μόνο για 3 ημέρες, από τη στιγμή της εισόδου τους. Τις μεγάλες κηλίδες περιτριγυρίζουν σκι­ές ή σύννεφα, ατμόσφαιρες υπόλευκες, που ο Εβέλιος συγκρίνει με το εντύπωμα που κάνει η αναπνοή πάνω στο γυάλινο καθρέφτη αμαυρώνοντας τη λαμπρότητά του. Μερικές φορές αυτή λέγεται και ατμόσφαιρα των κηλίδων και είναι κάτωχρη σαν αλώνι. Οι κηλίδες του ηλίου χρησιμεύουν για την εξήγηση διαφόρων φαινο­μένων που αναφέρονται από τους ιστορικούς στα θέματα ελαττώσεως του φωτός του ηλίου. Είναι ορατές και χωρίς τηλεσκόπια μέσω ενός καπνισμένου γυαλιού. Πριν ακόμη παρατηρηθούν στην Ευρώπη, κατά τον Ιωσήφ Ακόστα τις είχαν ση­μειώσει στο Περού. Αναφέρονται από τον Νταρκιέ στην Τουλούζη το 1764, από τον Γαλιλαίο το 1613, από τον Σχάινερ στα 1618, 1627. Έχουν σχήμα έλειψης και περιγράφουν με ομαλότητα ομοίους δρόμους (ελείψεις). Οι παρατηρήσεις του Σχάινερ επικυρώθηκαν από τον Εβέλιο, ενώ σχετικές παρατηρήσεις έκαναν οι Δομίνικος Κασσίνης (Υπομνήματα της Ακαδημίας 1700, 1720) και Λαλάνδ στα 1776, 1778. Οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι κηλίδες είναι μεταβλητές, αυξάνουν και ελαττώνονται, μεταβάλονται σε σκιές, χάνονται εντελώς. Ο Λαΐρ το 1702 τις είδε να χάνονται, ενώ ήταν στον φαινόμενο δίσκο του ήλιου, χωρίς να περάσουν στο αντίθετο ημισφαίριο. Ανάλογες παρατηρήσεις κάνει ο Κασσίνης το 1702 και ο Λαλάνδ το 1776, 1778. Οι χρόνοι εφάνισης των κηλίδων αυτών δεν είναι ομα­λοί, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των Σχάινερ, Φλάιμστιδ, Κασσίνη, Λαλάνδ. Κάποιοι φυσικοί θέωρησαν τις κηλίδες ως στερεά σώματα που περιφέρονται γύρω από τον ήλιο. Ο Γαλιλαίος, που δεν πίστευε στην αφθαρσία των ουρανών, θεώρησε ότι οι κηλίδες του ηλίου ήταν ένα είδος καπνού, σύννεφου ή αφρού στην επιφάνεια του ηλίου, που έπλεε πάνω σε έναν ωκεανό λεπτής και ρευστής ύλης, γνώμη επίσης του Εβέλιου. Αν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο δεν θα ήταν τόσο ομαλές στο δρόμο τους. Πιθανότερη η άποψη του Λαΐρ ότι οι κηλίδες του ηλίου είναι εξοχές ενός όγκου, σκιερού και ανώμαλου, που πλέει στη ρευστή ύλη του ηλίου και που εκεί βυθίζεται μερικές φορές ολόκληρος.Ίσως αυτό το αδιαφανές σώμα είναι ο όγκος του ηλίου σκεπασμένος από το πυρώδες ρευστό και από την παλίρροια του ρευστού αυτού κάνει την έμφάνισή του κάποτε στην επιφάνεια και δείχνει μερικές από τις προε­ξοχές του. Αυτό εξηγεί γιατί μπορούμε να βλέπουμε τις κηλίδες με τόσα σχήματα, όταν εμφανίζονται και γιατί, αφού γίνουν αφανείς σε πολές περιφορές, πάλι εμ­φανίζονται στην ίδια θέση που έπρεπε να διατηρήσουν, αν είχαν εξακολουθήσει να φαίνονται. Εξηγούν ακόμη και τα υπόλευκα είδη των συννέφων, από τα οποία οι κηλίδες περικυκλώνονται και που είναι μέρη του στερεού σώματος πάνω στο οποίο μένει μόνο ένα μικρό στρώμα από αυτό το ρευστό. Κατά τον Λαΐρ πρέπει να παρα­δεχτούμε πολά από αυτά τα αδιαφανή σώματα στον ήλιο ή να υποθέσουμε ότι το μαύρο μέρος μπορεί να διαιρεθεί και να ενωθεί πάλι. Κατά τον Λαλάνδ υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη στα οποία θα μπορούσαν να γεννηθούν οι κηλίδες αυτές. Πηγη: Φιλιππίδου Δ.Δ.,

233-241