ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

εξασφάλισις (σιγούριτα)

συμφωνητικό, ένα από τα βα­σικά βοηθήματα του εμπορίου, κατά το οποίο ένας μόνο ή πολοί μαζί δέχονται αφ’ εαυτούς τη ζημία την οποία μπορεί να πάθει το πλοίο και το φορτίο ή και τον κίν­δυνο της παντελούς απώλειας τους. Κάθε εξασφαλιζόμενος πρέπει να θεωρεί ότι οι εξασφαλιστές του πρέπει να είναι άνθρωποι με ικανά κεφάλαια, για να πληρώσουν τη ζημία την οποία ενδέχεται να πάθει στη θάλασσα το πλοίο και το φορτίο. Διότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος και για αυτό δίδεται αμοιβή σε αυτούς, η οποία λέγεται εξασφάλιστρον ή πραίμιον [από τη λατινική λέξη praemium που σημαίνει άθλον, γέρας, βραβείον, αριστείον.]. Το γράμμα στο οποίο περιέχεται η κάθε είδους εξα­σφάλιση, ονομάζεται πόλιτζα από τη λατινική λέξη policere που σημαίνει υπισχνύ-ειν [polliceri = υπισχνούμαι] και εμείς μπορούμε να το ονομάσουμε υποσχετήριο ή υποσχετικό της εξασφαλίσεως πραγματειών. Το εξασφάλιστρον προσδιορίζεται εις τα εκατόν (επί τοις %). (σημ.: θαλάσσια ή ναυτική ασφάλιση.)

170-180