ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αθανασία ψυχής

από την απλότητα της ψυχής συνάγεται αναγκαί-ως η αφθαρσία της. Επειδή η φθορά συνίσταται στη διαίρεση και διάλυση των με­ρών, δεν μπορεί αυτή να αποδοθεί σε ένα ον φύσει απλούν και άμοιρον, όπως η ψυχή. Η ψυχή επομένως δεν μπορεί να απολεσθεί παρά αν εξουδενωθεί τελείως. Όμως τη δύναμη της εκμηδένησης ενός πράγματος δεν την έχει άλος παρά εκείνος ο ίδιος που έχει τη δύναμη και να τη δημιουργήσει εκ του μη όντος, δηλαδή ο Θεός. Με το θάνατο του σώματος, όπως μας βεβαιώνει η πίστη μας, ο Θεός διατηρεί την ψυχή. Αλά εκτός από τη θρησκεία και ο φυσικός λόγος μας δίνει ισχυρά επιχειρή­ματα που αρκούν για να αρθεί κάθε αμφιβολία. Γιατί και στη σωματική φύση δεν εξουδενώθη ποτέ τίποτε. Αν λοιπόν ο Θεός δεν υποφέρει ποτέ να χαθεί ούτε ένα άτομο της ύλης και περιβάλει με φροντίδα και το ελάχιστο μόριο της σωματικής ουσίας, τότε πολύ περισσότερο θα πρέπει να δεχτούμε ότι διασώζει την πνευματική ουσία (την ψυχή) στην οποία ο ίδιος έδωσε φύση ευγενέστερη και εξοχότερη. Η ιδέα της απώλειας της ψυχής δεν συμβιβάζεται άλωστε με την άπειρη αγαθότητα και δικαιοσύνη του Θεού, καθώς ο άνθρωπος διατηρεί μέσα του την ελπίδα της μέλουσας ευδαιμονίας και αυτή δεν θα μπορούσε να αποκτηθεί παρά στη μετά θά­νατο ζωή του. Γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν άπειρες μαρτυρίες, που μεταξύ των άλων αναφέρει ο Στορχενάου στην Ψυχολογία του. Μόνο οι Επικούρειοι τόλμησαν να εναντιωθούν στην κοινή γνώμη και αυτό το έκαναν ίσως για να θεραπεύσουν με μεγαλύτερη ελευθερία τις κακίες και τα πάθη τους παρά από εσωτερική συναίνεση και πληροφορία. Αλά το να δείξει κανείς ότι η ψυχή υφίσταται μετά τον θάνατο του σώματος, δεν αρκεί, λένε μερικοί, για να αποδείξει πως είναι αθάνατη. Για να μπορέσει η ψυχή να ονομασθεί κατά την αληθινή έννοια αθάνατη, πρέπει να απο­δειχτεί ακόμη ότι και χωρισμένη από το σώμα ζει, νοεί και έχει συνείδηση, όπως και προηγουμένως. Πώς όμως η ψυχή μπορεί να νοεί χωρισμένη από το σώμα, αφού δεν έχει κανένα αίσθημα ή αντίληψη προερχόμενη από προσβολή σωματική; Αφού δεν μπορεί να ανακαλέσει καμιά ιδέα ή έννοια, όταν δεν διεγείρεται από τον εγκεφαλο εκείνη η κίνηση από την οποία προήλθε προηγουμένως η ανάλογη αντίληψη ή το αίσθημα; Καθώς δεχόμαστε ότι η ψυχή υπάρχει και ότι δεν εξοντώνεται από το Θεό, τον μόνον που θα μπορούσε να την καταστρέψει, και φέρουμε ως δικαιολογία την ίδια τη δικαιοσύνη του Θεού, η οποία απαιτείται για να λάβει η ψυχή στην άλη ζωή τις αντιμισθίες της, εννοούμε ότι αυτή υφίσταται ως κάτι ζωντανό, ενεργούν, διαχρονικό, όπως πριν, επειδή μήτε βραβεία μήτε τιμωρίες θα μπορούσε να αισθανεί αν υφίστατο ως ένα αργό, αναίσθητο και χωρίς διάνοια ον. Στη ζωή αυτή δεν γνω­ρίζουμε αν η ψυχή έχει κάποιο αίσθημα ή αντίληψη των παρόντων πραγμάτων ή μια ιδέα των περασμένων, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας κίνησης του εγκεφάλου. Όμως δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η κίνηση αυτή είναι ουσιώδης στη νόηση και αναγκαία κατά φύση. Διότι η νόηση είναι όλη της ψυχής. Η δύναμη του νοείν είναι μία ιδιάζουσα ιδιότητα δική της και με κανένα τρόπο κοινή προς το σώμα, στο οποίο μάλιστα είναι τελείως αδύνατη κάθε αρχή νοήσεως. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε με ποιο τρόπο οι σωματικές κινήσεις φτάνουν ως την ψυχή και συνεργούν στις νοή­σεις της και αν αυτές συνεργούν ως αίτια ή ως απλή αφορμή. Όμως με όποιο τρόπο και αν συμβαίνει αυτό, επειδή η νόηση και η δύναμη του νοείν είναι όλη της ψυχής, τι εμποδίζει το Θεό να διατηρεί τη δύναμη σ’ αυτήν, ακόμη και όταν χωριστεί από το σώμα και να κάνει να διατηρούνται τα αισθήματα και οι αντιλήψεις που αυτή έχει δια μέσου του σώματος, λαμβάνοντάς τα από την ίδια της τη φύση ή από τον ίδιο το Θεό, στον οποίο υπάρχουν βεβαιότατα όλες οι ιδέες των πραγμάτων και ο οποίος όχι μόνο με την άπειρη παντοδυναμία του μπορεί να ενεργήσει στην ψυχή με οποιοδήποτε τρόπο, αλά μπορεί να ενεργήσει σε αυτήν αμέσως με τρόπο αναλογό-τερο και οικειότερο στην ίδια της τη φύση, αφού ο Θεός είναι πνεύμα καθαρότατο και δημιούργησε την ψυχή πνευματική, και κατ’ εικόνα και ομοίωσή του;

16-20