ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

άζωτος αήρ, σηπτογόνον

είδος αέρα που έγινε από τη φύση για να σήπη και να χαλά τα πράγματα του κόσμου. Είναι αυτό που σήπει τα κρέατα, τα ωραία σώματα των ανθρώπων και τα μεταβάλει εις σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, μαζί με το φλογογόνο. Τον άζωτο αέρα αποβάλουμε από τα χαλασμένα κρέατα δια του πυρός. (σημ.: άζωτο.)

108