Λεξικόν
ποσότης κατακερματισμένη ή κεκλασμένη
ποσότης κατακερματισμένη ή κεκλασμένη: [μαθηματικά] η ποσότητα που έχει λόγο προς τη μονάδα, όπως το μέρος προς το όλον. (σημ.: κλάσμα.)
12
ποσότης κατακερματισμένη ή κεκλασμένη: [μαθηματικά] η ποσότητα που έχει λόγο προς τη μονάδα, όπως το μέρος προς το όλον. (σημ.: κλάσμα.)