ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

παχύτης ή στερεότης

το ογκώδες και πλήρες της ύλης, με το οποίο τα σώματα ανθίστανται το ένα στο άλο και αντέχουν, γιατί είναι αδια­χώρητα, χωρίς μεγάλα κενά διαστήματα. Την έννοια της παχύτητας την αποκτού­με με την αφή και την όραση. Διακρίνεται η στερεότητα σε ούσα, δηλαδή αυτή που υπάρχει στα πλήρη μόρια της ύλης, εξαιρουμένων των πόρων και φαινομένη, η οποία παριστάνεται με την αποπεράτωση του σώματος και καταμετρείται με τον κυβικό δακτύλιο ή κατά δακτυλιαίες διαστάσεις. Τα ελάχιστα σωματίδια, λόγω του ότι δεν έχουν πόρους, έχουν ίσες τη φαινομένη και ούσα παχύτητα.

60-61