ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

φύσις ψυχής

ο Καρτέσιος και οι οπαδοί του θέτωντας την ουσία της ψυχής στη νόηση θεώρησαν ότι η ψυχή νοεί πάντοτε. Μη μπορώντας να νοήσει χωρίς ιδέες και μη έχοντας στην αρχή της ύπαρξής της επίκτητες ιδέες, υπέθεσαν ότι οι ιδέες αυτές είναι έμφυτες, δηλαδή εμπνευσμένες από το Θεό. Με τον τρόπο αυτό διαφώνησαν με τους Πυθαγόρα και Πλάτωνα, οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι ιδέες δεν εμπνέονται από το Θεό, αλά είναι προϊόντα της ίδιας της φύσης της. Για να κάνουν την άποψή τους ακόμη πιο πιθανή παρατήρησαν ότι οι ιδέες και οι έννοιες του Θεού, της αρετής, της αλήθειας και άλων πραγμάτων που δεν υποπί­πτουν στις αισθήσεις μας, δεν μπορούν να αποκτηθούν δια μέσου των αισθήσεων και επομένως αυτές πρέπει να έχουν μια άλη αρχή, δηλαδή να είναι από το Θεό εμπνευσμένες. Παρατήρησαν μάλιστα ότι υπάρχουν κάποια αξιώματα πρακτικά και θεωρητικά, που όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται στον εαυτό τους, πχ. ό, τι εσύ μισείς μην το κάνεις στον άλο και ότι επομένως και αυτά είναι έμφυτα, επειδή είναι κοινά στους ανθρώπους. Οι έμφυτες ιδέες άρεσαν στον Λεϊβνίτιο, ο οποίος υπέθεσε τον κόσμο συγκροτημένο από μονάδες ή απλά όντα και για να δώσει σ’ αυτά μια δραστηριότητα, υπέθεσε σε όλα τη δύναμη του παριστάνειν το καθένα στο λόγο του το παν. Και στην πρωτεύουσα μονάδα του κάθε ανθρώπου, την οποία ονόμα­ζε με το αριστοτελικό όνομα εντελέχεια κυριεύουσα, έλεγε ότι υφίστανται όλες οι ιδέες εντελώς ανεξάρτητες από τις αισθήσεις και ότι προκύπτουν η μία από την άλη. Κάποιοι, όπως οι Κούμβερλανδ, Σχαφτεσβουρύ, Χουτχονσών, Χουμ, Ρομπι-νέτ, δεν δέχτηκαν ακριβώς τις έμφυτες ιδέες, αλά αντ’ αυτών υπέθεσαν μία έκτη αίσθηση την οποίαν ονόμασαν ηθική και θεώρησαν ότι όπως η ηδονή και η αηδία που αισθάνεται κάποιος όταν δοκιμάζει έναν ηδύ ή αηδή χυμό, εξαρτάται από την αίσθηση της γεύσεως, έτσι η ηδονή και αηδία που αισθάνεται κάποιος από μία αγαθή ή φαύλη πράξη εξαρτάται από την ηθική αυτή αίσθηση. Όμως αν οι ιδέες αυτές ήταν έμφυτες θα έπρεπε να φαίνονται βεβαιότατα στα βρέφη και να είναι σε όλους ομοιόμορφες, ακριβείς, καθαρές και διακεκριμένες ως εντυπωμένες από το Θεό, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Επομένως η ματαιότης μιας τέτοιας δοξασίας είναι πρόδηλη. Κατά τον Λώκιο η ψυχή στην αρχή της υπάρξής της δεν έχει μήτε ιδέες, μήτε αξιώματα, μήτε ηθική αίσθηση, μήτε παράσταση κάποιου πράγματος και ότι τις ιδέες, τις έννοιες, τα αξιώματα τα αποκτά όλα μόνη της δια μέσου των αισθήσεων και της σκέψεως.

30-36