ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ιτρία

νέα γη, λευκή, λεπτή, άχυμος, άοσμος, η οποία με τη χρυσόκολα δημιουργεί λευκή ύαλο. Διαλύεται με ανθρακικό αμμώνιο. (σημ.: ύττριο.)

204