ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

φως

σώμα ρευστό, λεπτότατο που διαφέρει από το πυρ ως προς την πυκνότητα. Το ηλιακό φως που συγκεντρώνεται και πυκνώνεται με τους φακούς και τα καυστικά κάτοπτρα έχει τα χαρακτηριστικά του πυρός. Το δε φως των διαυγών λίθων και όλων των φωσφόρων σωμάτων, ακόμη και αυτό της σελήνης, των πλανητών και των άστρων, λόγω της αραίωσής του, χάνει την καυ­στική και θερμαντική του δύναμη ολοσχερώς, όπως επιβεβαιώνεται δια της πείρας. Δύο είναι οι περί φωτός αιρέσεις, των Δημόκριτου, Επίκουρου και του Καρτέσιου. Της πρώτης οι οπαδοί, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Νεύτων, θε­ωρούν το φως λεπτότατη ύλη που πηγάζει, όπως το νερό της πηγής από το φω­σφόρο σώμα και προχωρεί κινούμενη και εισερχόμενη στους οφθαλμούς, πλήττει το αισθητήριο της όρασης και δημιουργεί τη φαντασία του φωτός. Οι οπαδοί της δεύτερης αίρεσης θεωρούν ότι το φως είναι ύλη διασκορπισμένη στον αέρα και ότι τα φωσφόρα κινούν μόνο την αγίζουσα αυτά φωτιστική ύλη, κίνηση που μεταδί­δεται στα υπόλοιπα μερίδια του φωτός που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά και στους οφθαλμούς μας, δημιουργώντας την αίσθηση του φωτός.

1-12