ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

στίμμι

μέταλο άσπρο, όπως ο κασσίτερος, εν είδει πετά­λων, εύθραστο, το οποίο δεν τήκεται εύκολα. Είναι 2 φορές πιο βαρύ από το ύδωρ. Βρίσκεται πάντοτε ενωμένο με άλες ουσίες και μάλιστα με το θείο. Το θειούχο στίμμι, άψητο, ατόρνευτο, δεν αλοιώνεται στον αέρα και το φως. Με το πυρ γυ­μνώνεται από το θείο, το οποίο χωρίζεται με τη μορφή κίτρινων ατμών και μένει λευκόφαιο οξύ. Αν αυξηθεί η δύναμη του πυρός, αυτό μεταβάλεται σε κόκκινη διαφανή ύελο. Αν περιέχει περισσότερο θείο και λιγότερο οξείδιο τήκεται. Έχει χρώμα σκοτεινό κόκκινο και ονομάζεται από τους φαρμακοπώλες ήπαρ στίμμιοςHeparantimonii. Ενεργώντας τα κάλια πάνω στο θειούχο στίμμι δημιουργούν τα καλικά του στίμμιος θειούχα —Solfurialcaliniantiminiati— εκ των οποίων τα ιατρικά (κέρμες μινεράλε). Το στίμμι χρησιμοποιείται ως καθάρσιο και εμετικό. Αν από αυτό κατασκευαστούν ποτήρια, δημιουργούν στο ποτό καθαρτική και εμε­τική δράση. (σημ.: αντιμόνιο.)

246-248