ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ηλεκτρική πιστόλα

γυάλινος ή μεταλικός σίφωνας, κλει­στός στη μία άκρη και ανοιχτός στην άλη, που γεμίζει με φλογιστό αέρα και φρά­ζεται με επιστόμιο ή βόλι. Μπορεί κανείς να τη γεμίσει, αν βάλει το στόμιο της πάνω στην τρύπα μιας φιάλης γεμάτης με φλογιστό αέρα. Αν ο φλογιστός αέρας είναι αναμεμιγμένος με ατμοσφαιρικό, δεν έχει την ίδια ενέργεια, γι’ αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται αέρας καθαρός, άμικτος. Όταν η πιστόλα γεμίσει, φράζεται καλά με το επιστόμιο ή το βόλι. Αν ο ευρισκόμενος στην πιστόλα αέρας ανάψει, είτε από πυρ είτε από ηλεκτρικό σπινθήρα, που προκαλείται από την πίεση εξωτερικού κουμπιού της πιστόλας, το επιστόμιο ή το βόλι εκτινάσσεται και η πιστόλα εκπυρ-σκροτεί με μεγάλο κρότο.

213-214