ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

άσφαλτος

φυτό που έχει τόσο πολύ αναλυθεί, ώστε δεν διατηρεί κανένα σημείο διοργάνωσης. Βυθιζόμενο στη γη ή στη θάλασσα, με την έλειψη του αέρα δεν μπορεί να υποστεί σηπτική ζύμωση. Τότε υπόκειται σε ιδιαί­τερη αλοίωση δια της οποίας τα μέρη του μεταβάλονται σε άλη σύνθεση, τη λε­γομένη άσφαλτο. Αυτή είναι εκ φύσεως ελαιώδης και καύσιμος. Κάποτε είναι υγρή και ελαιώδης και ονομάζεται νάφθα. Η νάφθα είναι αχρωμάτιστη και διαφανής και ρέει από τις αργιλώδεις πέτρες της Περσίας. Ως επί το πλείστον είναι στερεά, όπως η κυρίως άσφαλτος, που είναι γλυκεία, εύθραυστη, τήκεται εύκολα και όταν γίνει υγρή, αποτελεί έλαιο κατάληλο για ζωγραφική.

336