ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

πτωχός

ο έμπορος όταν παύσει τις πληρωμές του. Ο όρος προέρχεται από το ρήμα πίπτω και δηλώνει τον εκπεσόντα από το ύψος του πλούτου και της υπολήψεως. Κυρίως πτωχός [από τον γαλικό όρο faillitή τον ιτα-λικό fallito] είναι ο πρώην πλούσιος και δυστυχήσας από ακούσια συμβεβηκότα. Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ονομάζεται πτωχεία. Ο όρος αντιπαραβάλε­ται προς τον πένητα τον εξ αρχής καταπονούμενο από δυστυχίαν.

148