Λεξικόν
χρεωφειλέτης
αυτός που έχει ενεργητικά χρέη, ήτοι ο δανειστής, ο έχων να λάβει. Ο όρος αποδίδεται και με το κρεδιτώρος [μεταφορά από το γαλικό crediteurπου σημαίνει πιστωτής]. (σημ.: πιστωτής.)
151
αυτός που έχει ενεργητικά χρέη, ήτοι ο δανειστής, ο έχων να λάβει. Ο όρος αποδίδεται και με το κρεδιτώρος [μεταφορά από το γαλικό crediteurπου σημαίνει πιστωτής]. (σημ.: πιστωτής.)