Λεξικόν
χρεωκόπος ή χρεωκάτος
ο πτωχεύσας έμπορος που χαρακτηρίζεται από το δικαστήριο ως εγκληματίας ή δόλιος, είδος εγκληματικού και κατακρίτου πτωχεύσαντος. [Ο όρος είναι απόδοση στα εληνικά του γαλικού banqueroutier.]
151
ο πτωχεύσας έμπορος που χαρακτηρίζεται από το δικαστήριο ως εγκληματίας ή δόλιος, είδος εγκληματικού και κατακρίτου πτωχεύσαντος. [Ο όρος είναι απόδοση στα εληνικά του γαλικού banqueroutier.]