Λεξικόν
χιών (η)
ένα από τα υδατώδη μετέωρα. Όταν ατμοί συμπυκνώνονται αρκετά και δεν μπορούν να αναλυθούν σε ύδωρ, τότε ένας βαθμός ψύχους στον ανώτερο αέρα αναγκάζει τους ατμούς αυτούς να μεταβληθούν σε μια σκληρή, τραχεία και παγωμένη ύλη, της οποίας πολά μόρια ενώνονται μαζί σε σχήμα τριχών, μιας λευκής ύλης, λίγο βαρύτερης από τον αέρα. Δια μέσου αυτής της μεταβολής, η ύλη αυτή κατεβαίνει λίγο λίγο δια του αέρος και εξ αιτίας της ελαφρότητάς της βιάζεται να υποχωρήσει σε κάθε κίνηση του αέρος και ανέμου. Αυτή ονομάζεται χιών όταν φτάσει σε μας.
326-327