ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

πυρ

κατάσταση στην οποία τα σώματα —ήλιος, σύνη­θες πυρ— φωτίζουν και θερμαίνουν. Επειδή το φως είναι αντικείμενο της όρασης και η θερμότητα αντικείμενο της αφής και επειδή υπάρχει φως μη θερμαίνον και θερμότητα μη φωτίζουσα, οι νεότεροι σοφοί δέχονται δύο ύλες διαφέρουσες, μία για το φως και μία για τη θερμότητα, τις οποίες ονομάσαν με νέα ονόματα, διακρίνο­ντας την αιτία από το αποτέλεσμα: α) caloricum - ύλη θερμαντική ή θερμαντικόν, β) ύλη φωτιστική ή φωτιστικόν. Το πυρ θεωρείται αποτέλεσμα ένωσης του θερ­μαντικού με το φωτιστικό. Το φαινόμενο του πυρός εξηγείται ως εξής: κατά την καύση το οξυγόνο του ζωτικού αέρα συντίθεται με τα καιόμενα φλογιστά σώματα, λόγω της μεγαλύτερης προς αυτά συγένειας ή προς το θερμαντικό και μεταδίδει σε αυτά βαρύτητα και οξύτητα. Το θερμαντικό και φωτιστικό του ζωτικού αέρα ή του φλογιστού σώματος ελευθερώνεται και παριστά σε μας εκείνο το φαινόμενο που ονομάζουμε πυρ, το οποίο δεν είναι παρά αισθητό ή ελεύθερο θερμαντικό και φωτιστικό. Ο εμπρησμός των σωμάτων συνίσταται στην ανάλυση ζωτικού αέρα. Αιτία της ανάλυσης του ζωτικού αέρα και της νέας σύνθεσης είναι η μεγαλύτερη συγένεια οξυγόνου προς το φλογιστό ή προς το θερμαντικό με το οποίο είναι ενω­μένος ο ζωτικός αέρας. Για να ενεργήσει όμως η συγένεια αυτή απαιτείται κάποιος βαθμός θερμότητας που είναι διαφορετικός στα διάφορα σώματα.

641-642, 650-652