ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

γλυκίνη

γη λευκή, άχυμος, αδιάλυτος στο ύδωρ, κολά στη γλώσσα, άτηκτος υπό του πυρός. Ενωμένη με οξέα δημιουργεί σακχαρικά άλατα. (σημ.: βηρύλιο.)

203-204