ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αδρανία

μία εκ φύσεως ιδιότητα της ύλης. Δίνεται και με το όνομα δύναμις αδρανίας, σύμφωνα με την οποία καθ’ αυτή θεωρούμενη η ύλη, έχει γεννηθεί έτσι ώστε να μην μπορεί από μόνη της να υποστεί καμμία αλαγή και όταν ηρεμεί να μην μπορεί να κινηθεί, ενώ όταν κινείται να μην μπορεί να ηρεμήσει. Έχοντας δε το σώμα κάποιο σχήμα να μην το αλάζει. Σε όποια κατάσταση και αν βρεθεί να παραμένει, αν δεν υποτεθεί κάτι που, ενεργώντας εξωτερικά, να τη μεταβάλει. Η αδράνεια ορίζεται επίσης ως νωθρότητα και αδιαφορία της ύλης, δύ­ναμη παθητική, διότι εκμαγείον και πανδεχές η ύλη, κατά τους αρχαίους (Πλάτων, Αριστοτέλης). Οι νεότεροι, όπως οι Newton, Κέιλιος, Κλάρκιος, Γραβεσάνδιος, Μουσχεμβροέκιος, παρουσιάζουν μια συγκεχυμένη μορφή των δύο προηγούμενων ορισμών. Οι περί Leibnizτην ορίζουν ως αντενέργησιν. Αίτιο της δύναμης της αδράνειας δεν είναι η βαρύτητα. Σε κάθε ύλη ακόμη και στα απλούστατα σωμα­τίδια ταιριάζουν τα χαρακτηριστικά της αδράνειας, όχι όμως με την έννοια των Λεϊβνιτιανών, γιατί αυτοί προσθέτουν ουσιωδώς στην ύλη δύναμη ενεργητική και ορμή διηνεκή προς κίνηση, αναιρώντας έτσι την αδιαφορία της (την παθητικότητά της). Η ενεργητική αυτή δύναμη δεν μπορεί να ληφθεί ως ιδιότητα των σωμάτων, γιατί από ό,τι ξέρουμε η αδράνεια και η αδιαφορία είναι κατά την πρώτη και δεύτε­ρη θεώρηση ιδιότητες της ύλης. Με τη δύναμη αυτή η ύλη αντενεργεί προς τα επ’ αυτής ενεργούντα είτε ακίνητη είτε κινούμενη, αναλόγως του όγκου της και την ποσότητα της κινήσης που έχει. (σημ.: αδράνεια.)

60-73