ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

τορρικήλειος σωλήν

σωλήνας κλειστός κατά το ένα άκρο και ανοικτός κατά το άλο, γεμάτος με υδράργυρο, που τοποθετήθηκε για πρώτη φορά από τον Τορρίκηλο (Τορρικέλι), με το ανοικτό κάτω μέρος του μέσα σε αγείο με υδράργυρο. Η μεταβολή του ύψους της εντός του σωλήνα στήλης του υδραργύρου, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οφείλεται στην μεταβαλόμενη πί­εση της ατμόσφαιρας. Στην βελτιωμένη του εκδοχή ο Τορρίκηλος στερέωσε στο σωλήνα ξύλινη πινακίδα με χαραγμένη κλίμακα μέτρησης. (σημ.: βαρόμετρο.)

65-66