Λεξικόν
πολαπλασίασις
η λήψη ενός αριθμού τόσες φορές, όσες φορές στον άλο αριθμό περιέχεται η μονάδα. Τέσσερις όροι βρίσκονται σε κάθε πολαπλασιασμό, η μονάδα, ο πολαπλασιάζων, ο πολαπλασιαζόμενος και ο υπ’ αυτών παραγόμενος ή γινόμενος. Ο γινόμενος έχει σχέση (λόγο) προς τον πολαπλασιαζόμενο ίση (ίδια) με τη σχέση του πολαπλασιάζοντος προς τη μονάδα. Για να βρίσκεται ευκολότερα ο αριθμός που πολαπλασιάζεται με κάποιον άλο χρησιμοποιείται ο πυθαγόρειος πίνακας. (σημ.: πολαπλασιασμός.)
13